Δεν έχει συμπληρωθεί ακόμα χρόνος από την προηγούμενη επίσκεψή του στη χώρα μας και ο κύριος Fin Greenal, ή αλλιώς Fink, έρχεται στη χώρα μας για δύο ακόμα συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, καλεσμένος και πάλι του Plisskën.
Από το σπίτι του στο κέντρο του Βερολίνου, ο Fink μίλησε στον Κώστα Καραμιχάλη για λογαριασμό του poplie web radio για το πρόσφατο άλμπουμ του, Hard Believer, τη ζωή στο Βερολίνο, τις συναυλίες που άλλαξαν τη ζωή του και τις αγαπημένες του σειρές.
Fin, επιστρέφεις στην Ελλάδα μερικούς μήνες μετά την εμφάνισή σου στο Plisskën Festival. Πως ήταν η πρώτη σου εμπειρία στη χώρα μας;
Το Plisskën ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία και πέρασα πάρα πολύ όμορφα. Το line up ήταν φανταστικό, με καλύτερους τους Fuck Buttons και τους Suuns, των οποίων είμαι μεγάλος φαν και είχα την ευκαιρία να τους γνωρίσω κι από κοντά στο backstage. Γενικά ήταν όλα άψογα. Ενώ είναι ένα θεωρητικά μικρό φεστιβάλ, είναι τρομερά οργανωμένο σε όλους τους τομείς, με ένα φανταστικό crew. Δυστυχώς δε βοηθήθηκε αρκετά από τον καιρό απ’ ότι θυμάμαι, αλλά τελικά όλα πήγαν καλά για όλους μας.
Και μιας που ξεκινήσαμε την κουβέντα για τις ζωντανές εμφανίσεις, ποια θεωρείς ότι είναι η πιο σημαντική συναυλία που έχεις δώσει μέχρι σήμερα;
Είναι λίγο δύσκολο να το απαντήσω αυτό, αλλά σίγουρα η συναυλία με τη φιλαρμονική του Άμστερνταμ (Fink Meets the Royal Concertgebouw Orchestra) ήταν ιδιαίτερη, μιας και συμμετείχε πολύς κόσμος, πάνω από 100 άτομα. Θυμάμαι όμως ακόμα την πρώτη φορά που κάναμε sold out σε ένα χώρο, σε ένα μικρό club στη Γαλλία μαζί με μια ακόμα μπάντα που λέγεται The Dough. Δεν έχει σημασία που ο χώρος γέμισε με 300 μόλις άτομα. H χαρά που κάναμε όταν είδαμε για πρώτη φορά την επιγραφή “Complet” (σ.σ. sold out) κρεμασμένη στην είσοδο του club δεν περιγράφεται. Σημαντικό ήταν επίσης και το πρώτο μας sold out στις Βρυξέλλες και στο Paradiso του Amsterdam όπως επίσης και η πρώτη μας συμμετοχή στο SXSW. Αν κάτσω να σκεφτώ θα βρω πολλές άλλες, αυτές είναι μερικές από τις πολύ σημαντικές στιγμές μας.
Υπάρχει κάποια πόλη στην οποία χαίρεστε υπερβολικά όταν επιστρέφετε για συναυλία;
Κάθε φορά χαιρόμαστε όταν επιστρέφουμε στη Νέα Υόρκη. Τη φοβόμαστε λίγο είναι η αλήθεια, αλλά πάντα βρίσκει τ ον τρόπο να μας εκπλήσσει. Το Άμστερνταμ επίσης, έχει πολύ θετικό vibe, μας αρέσει πολύ η πόλη, ο κόσμος τα πάντα. Υπάρχουν βέβαια και πόλεις στις οποίες δε θα ήθελα να ξαναπάω, αλλά δε θα τις αναφέρω (γελάει). Όπως και να’ χει μας αρέσει να πηγαίνουμε σε shows που είναι καλά οργανωμένα. Τα φεστιβάλ είναι ωραία, στο Sziget ας πούμε, θα χαιρόμασταν να παίξουμε. Πέρυσι επισκεφτήκαμε για πρώτη φορά στο Ελσίνκι, σε ένα μικρό χώρο και ήταν φανταστικά, δεν είχαμε ξαναπαίξει εκεί. Αυτό είναι το καλό με τις περιοδείες, ξεκινάς και στο τέλος ψηφίζεις το καλύτερο και το χειρότερο gig. Μέχρι όμως να καταλήξεις, δε μπορείς να είσαι σίγουρος μιας και πρέπει να περιμένεις μέχρι το τελευταίο λεπτό του τελευταίου show.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες συναυλίες που έχεις επισκεφτεί ως θεατής;
Μια πολύ καλή ερώτηση και κάτι που πέφτει πολλές φορές στο τραπέζι, είναι οι 10 καλύτερες συναυλίες που έχεις δει ποτέ. Αλλά θα προσπαθήσω να το περιορίσω στις δύο, αυτές που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση πάνω μου. Η πρώτη ήταν οι Radiohead στο Southpark της Αγγλίας, όταν έπαιξαν το OK Computer, ήταν μια μοναδική εμπειρία, από αυτές που σου αλλάζουν τη ζωή. Για την ιστορία το support ήταν ο Beck, ο οποίος έπαιζε ακουστικά τα κομμάτια του Sea Change και ήταν τόσο δυνατή συνολικά η εμπειρία που τότε αποφάσισα να παρατήσω το DJing, το οποίο και έκανα. Η επόμενη ήταν μερικούς μήνες μετά, οι System Of A Down στο Astoria του Λονδίνου. Το live είχε τόση ένταση, πάθος, ενέργεια που επίσης συνέβαλλε στο να παρατήσω τις κονσόλες, μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να δημιουργήσει κάποιος κάτι αντίστοιχο ως DJ.
Κατά καιρούς έχεις συνεργαστεί με πολλούς και σημαντικούς μουσικούς της νεότερης γενιάς, όπως ο John Legend, o Bonobo και η Amy Winehouse; Θα συνεργαζόσουν ποτέ με μια μπάντα του βεληνεκούς των Radiohead, μιας και τους ανέφερες;
Όχι, όχι, δε θα ήθελα να μοιραστώ τη σκηνή με τα είδωλά μου, προφανώς και δε χρειάζονται καμία βοήθεια συγκροτήματα όπως οι Radiohead. Δε θα μπορούσα να δώσω τίποτα σε καλλιτέχνες όπως η Bjork, ο Thom Yorke, η Feist. Είναι από μόνοι τους φανταστικοί. Μου αρέσει να σκέφτομαι τις συνεργασίες μου ως ένα “διάλογο” με δύο δρόμους, να παίρνω και να δίνω χρήσιμα πράγματα, όπως για παράδειγμα η συνεργασία μου με την Banks, η οποία δυστυχώς δεν κυκλοφόρησε , αλλά περάσαμε μια πολύ όμορφη μέρα μαζί. Μου αρέσει να δουλεύω με νέα ταλέντα, με νέες ιδέες και νέα οπτική. Ο John Legend είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο μοιραζόμαστε συνεχώς νέες ιδέες και πάντα απολαμβάνω να δουλεύω μαζί του.
Από την άλλη, για να συμπληρώσω στην αρχική μου απάντηση, οι περισσότεροι με τους οποίους θα ήθελα να συνεργαστώ, είναι νεκροί. Θα ήθελα να συνεργαστώ με τον John Lee Hooker ή με τον Ali Farka Touré. Αν έπρεπε να κάνω μια συνεργασία με καθαρά καλλιτεχνικά στοιχεία, θα διάλεγα κάποιον μουσικό από τη Μέση Ανατολή ή την Αφρική, όπως έκανε ο Malcolm Mc Laren στο Duck Rock ή ο Paul Simon στο Graceland.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχεις επιλέξει το μοντέλο του singer/songwriter έναντι του παραγωγού και DJ με το οποίο σε είχαμε γνωρίσει. Σου λείπει καθόλου ο “παλιός” Fink;
Δε μπορώ να πω ότι μου λείπει ιδιαίτερα. Πολλοί φίλοι μου είναι DJs και τους παρακολουθώ, αλλά όχι δε θα ήθελα να το κάνω τώρα αυτό. Ζω στο Βερολίνο, μια πόλη που είναι στην αιχμή της ηλεκτρονικής μουσικής και παρακολουθώ στενά το τι συμβαίνει, ενίοτε κυκλοφορώ και κάποια πράγματα κάτω από διάφορα ψευδώνυμα ή συμμετέχω σε δίσκους φίλων. Η ηλεκτρονική μουσική πάντως περνάει μια ενδιαφέρουσα φάση με καλλιτέχνες όπως ο James Blake, ο Thom Yorke και ο Jon Hopkins. Η drum n’ bass επίσης σήμερα έχει αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα, η dubstep γίνεται και πάλι minimal. Αν πρέπει να διαλέξω πάντως μουσική για να κάνω κάτι, πχ να μαγειρέψω, θα διαλέξω σίγουρα ηλεκτρονική μουσική. Το DJing από την άλλη έχει πέσει, όλοι παίζουν τα ίδια και τα ίδια. H αγαπημένη μου καλλιτέχνις αυτό τον καιρό είναι με διαφορά η Paula Temple, η οποία έχει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί κάνει το επιθετικό και σκληρό techno να ακούγεται τόσο “μουσικό”.
Πως αντιμετώπισαν οι φίλοι της πρώτης φάσης σου αυτή την τεράστια μουσική αλλαγή;
Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω ότι υπήρχαν και πολλοί fansστην ηλεκτρονική μου φάση, δεν πέρασε ποτέ σε μεγάλα ακροατήρια. Με το πρώτο singer/songwriter album ξεκινήσαμε να χτίζουμε μια fan base η οποία τώρα, στο Hard Believer, έχει μεγαλώσει αρκετά. Πλέον όμως είμαστε μια κανονική indie μπάντα και λειτουργούμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Από το 2000 μέχρι το 2006 που έγινε η μεγάλη αλλαγή, άλλαξαν και πολλά πράγματα, όπως το πως βλέπει και ακούει ο κόσμος το trip hop τόσα χρόνια μετά.. Δε νομίζω ότι πήραμε μαζί μας τον ελάχιστο κόσμο του πρώτου άλμπουμ, αλλά κάναμε καινούριους οπαδούς.
Το Hard Believer κυκλοφορεί μέσω του δικούς σου label R’COUP’D, το οποίο λειτουργεί ως sub-label της “μητέρας” Ninja Tune. Πως προέκυψε η ανάγκη για τη δημιουργία του label;
Ήθελα να συνεχίσω να δουλεύω με τη Ninja Tune και αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος. Όταν βγάλαμε το Hard Believer καταλάβαμε ότι είναι πολύ μακριά από τα υπόλοιπα πράγματα που κυκλοφορούσε η εταιρία, όπως τα άλμπουμ των Actress και Young Fathers. Δουλεύουμε μαζί για δεκαπέντε χρόνια και τους αγαπάμε πολύ αυτούς τους τύπους, οπότε το sub-label ήταν η καλύτερη λύση. Παράλληλα με τις δικές μου κυκλοφορίες ψάχνω νέο κόσμο για το label. Δουλεύω με πολλά νέα παιδιά και έχει πλάκα να χτίζεις ένα νέο label από την αρχή. Ακούμε πολύ μουσική, έχουμε τα λεφτά, έχουμε την οργάνωση, αυτό που θέλουμε είναι τα νέα ταλέντα. Στο μυαλό μας η R’COUP’D είναι ένα ένα ευέλικτο σχήμα, χωρίς δικηγόρους και τα σχετικά, με καθαρές συμφωνίες μεταξύ ημών και των καλλιτεχνών. Έχουμε μπει για τα καλά στο παιχνίδι, ναι.
Διάβασα ότι τo Hard Believer γράφτηκε σε 17 μόλις ημέρες. Παρόλα αυτά, καταφέρνει να ακούγεται ως το καλύτερο άλμπουμ που έχετε κάνει μέχρι σήμερα.
Το ότι το γράψαμε τόσο γρήγορα βοήθησε στο να κρατήσουμε το ίδιο vibe σε όλο το άλμπουμ, να μην σκεφτόμαστε και πολύ το τι θα κάνουμε μετά. Υπάρχουν ένα-δύο κομμάτια που θα έβγαζα, αλλά όταν γράφαμε το δίσκο δεν υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο στο μυαλό μου. Θέλαμε να γράψουμε ένα πιο φιλόδοξο άλμπουμ, μιας και ξέραμε ότι τα gigs μας θα γίνουν σε μεγαλύτερα venues, οπότε θέλαμε αυτό να φαίνεται και στα κομμάτια μας. Όταν γράφαμε το Pilgrim για παράδειγμα, σκεφτόμασταν πως θα ακούγεται στο Paradiso του Άμστερνταμ. Επίσης, όσο περνάνε τα χρόνια γινόμαστε και πιο σίγουροι για το αποτέλεσμα, εγώ για παράδειγμα γίνομαι καλύτερος τραγουδιστής και κιθαρίστας, όπως και οι υπόλοιποι. Μιας και έχουμε ηχογραφήσει αρκετά άλμπουμ μέχρι σήμερα, ξέρουμε τη διαδικασία του πως να κάνουμε τα πράγματα εύκολα και γρήγορα. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να ηχογραφούμε έναν “ακριβό” δίσκο, με πολύ λιγότερα λεφτά, αφού μπορούμε να συμπυκνώσουμε τη δουλειά που κανονικά θα απαιτούσε μήνες σε μερικές μόνο ημέρες.
Βρίσκεσαι στην καλύτερη φάση σου καλλιτεχνικά. Τουλάχιστον έτσι το εισπράττω εγώ σαν ακροατής. Ποιες φιλοδοξίες συνοδεύουν αυτή την καλλιτεχνική σου ωρίμανση;
Η φιλοδοξία είναι κάτι πολύ σχετικό. Από τη μια μπορείς να πεις ότι είμαι παραδοσιακά φιλόδοξος και πάω να γράδω το A Rush Of Blood To The Heada part 2, από την άλλη μπορείς να πεις ότι γίνομαι πιο περίεργος και πιο δημιουργικός, ότι γίνομαι σκόπιμα διαφορετικός από το γίνομαι σκόπιμα επιτυχημένος. Η αλήθεια είναι ότι θα αποφασίσω μετά το τέλος της περιοδείας για το αν θέλω να γράψω ένα άλμπουμ παρόμοιο του Hard Believer ή ένα στα πλαίσια του Retrograde του James Blake, ή ακόμα ένα blues album. Θα το σκεφτώ τότε.
Εδώ και μερικά χρόνια μένεις στο Βερολίνο, μια πόλη που στο παρελθόν επέλεξαν τεράστιοι καλλιτέχνες ως πηγή έμπνευσης και δημιουργίας. Ο David Bowie, o Lou Reed, οι U2, o Nick Cave είναι μόνο μερικοί από αυτούς που επέλεξαν την πρωτεύουσα της Γερμανίας ως καλλιτεχνικό καταφύγιο. Με ποια κριτήρια διάλεξες εσύ αυτή την πόλη ως τόπο κατοικίας και δημιουργίας;
Όλα ήταν πολύ φθηνά εδώ, παλιότερα τουλάχιστον καθώς μπορούσες να νοικιάσεις ένα μεγάλο χώρο με λίγα λεφτά. Το Βερολίνο προσελκύει τους καλλιτέχνες που έχουν στο μυαλό τους μια συγκεκριμένη ποιότητα ζωής. Από την άλλη κουβαλάει αυτή τη πολιτική και πολιτιστική κληρονομιά, έχει το ποτάμι στο κέντρο του και ένα σωρό βιομηχανικά κτίρια. Συνήθως ο κόσμος δεν έρχεται εδώ για να μείνει για πάντα. Έρχεται για 2-3 χρόνια και έτσι μπορεί να χρησιμοποιήσει χωρίς άγχος κάθε λεπτό αυτού του χρόνου. Επίσης έχει το καλό ότι είναι πολύ ήσυχη και συνάμα πολύ θορυβώδης πόλη. Είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που συνέβαινε το 17ο αιώνα, όπου αν ήσουν ζωγράφος θα πήγαινες στο Παρίσι, ή στα late 70s που αν ήσουν punk μουσικός, θα ήθελες να ζεις στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη. Εδώ ανθεί η dance αυτό τον καιρό, είναι η Μέκκα της χορευτικής μουσικής. Υπάρχουν πάρα πάρα πολλοί λόγοι που έχω επιλέξει αυτή την πόλη. Το Βερολίνο είναι η πόλη που θέλεις να ζεις αν σου αρέσει να φοράς μαύρα και να πηγαίνεις για ύπνο αργά.
Πολλά από τα κομμάτια σου έχουν χρησιμοποιηθεί για να ντύσουν σκηνές από τηλεοπτικές σειρές. Αλήθεια, βλέπεις σειρές; Θα σε ενδιέφερε το ενδεχόμενο να ντύσεις μουσικά μια σειρά, στα πρότυπα πχ του T-Bone Burnett με το True Detective;
Ναι υπάρχουν πολλές σειρές που βλέπω, αν και δεν έχω πολύ χρόνο. Κόλλησα με το Walking Dead για μια περίοδο και, ντρέπομαι που θα το παραδεχτώ, αλλά ενθουσιάζομαι με την προοπτική της νέας σεζόν του Game Of Thrones. Επίσης, μου άρεσε πάρα πολύ το House Of Cards και το ότι διαθέτει την ποιότητα της ταινίας, αλλά παράλληλα αφήνει πάρα πολύ χώρο στην εξέλιξη του χαρακτήρα και της ιστορίας. Όπως επίσης και το Fargo, το οποίο μας έδειξε πως από μια ταινία δύο ωρών μπορείς να φτιάξεις μια σειρά 12 ωρών. Είδα και το True Detective πρόσφατα και ναι φυσικά θα με ενδιέφερε να κάνω κάτι αντίστοιχο με αυτό που έκανε ο T-Bone, o οποίος είναι ένας θρύλος. Αυτή τη στιγμή δεν είμαι έτοιμος, γι’ αυτό δε θα ήθελα να μου δώσει κάποιος την ευκαιρία, αλλά δωσ’ μου δύο χρόνια και νομίζω ότι θα είμαι έτοιμος.
O Fink θα εμφανιστεί την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου στο Block 33 στη Θεσσαλονίκη και την Παρασκευή 30 Ιανουαρίου στο Κύτταρο Live στην Αθήνα. Τις συναυλίες θα ανοίξει ο Douglas Dare.
Περισσότερες πληροφορίες για τις ώρες έναρξης και τα εισιτήρια θα βρείτε στην επίσημη σελίδα του
Plissken Festival.